- οδοιπλανώ
- ὁδοιπλανῶ, -έω (Α)περιφέρομαι εδώ και εκεί, περιπλανώμαι.[ΕΤΥΜΟΛ. < ὁδοῖ, τοπική τού ουσ. ὁδός + -πλανώ (< -πλανής < πλανῶμαι). Η χρησιμοποίηση τής τοπικής πτώσης αντί τής ονομαστικής στο α' συνθετικό οφείλεται σε μετρικούς λόγους προς αποφυγή τών αλλεπάλληλων βραχειών συλλαβών].
Dictionary of Greek. 2013.