οδοιπλανώ

οδοιπλανώ
ὁδοιπλανῶ, -έω (Α)
περιφέρομαι εδώ και εκεί, περιπλανώμαι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὁδοῖ, τοπική τού ουσ. ὁδός + -πλανώ (< -πλανής < πλανῶμαι). Η χρησιμοποίηση τής τοπικής πτώσης αντί τής ονομαστικής στο α' συνθετικό οφείλεται σε μετρικούς λόγους προς αποφυγή τών αλλεπάλληλων βραχειών συλλαβών].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • οδοιπλανία — ὁδοιπλανία και ιων. τ. ὁδοιπλανίη, ἡ (Α) [οδοιπλανώ] περιπλάνηση …   Dictionary of Greek

  • οδός — Ο όρος υποδηλώνει συνοπτικά μία ζώνη εδάφους η οποία έχει προετοιμαστεί κατάλληλα για να διευκολύνει τη μεταφορά πεζών και οχημάτων και για να εξυπηρετεί τις μεταφορές και τη συγκοινωνία μεταξύ των διάφορων σημείων μιας περιοχής ή ενός οικισμού.… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”